Κι αφού περιπλανήθηκε άσκοπα κι αναίτια
στα όρη στ' άγρια βουνά,
σε θάλασσες και ακτές
- όχι στην έρημο, (καυχιόταν πως) τη γλίτωσε στο τσακ -
γύρισε σπίτι ένα πρωί και τα 'δε όλα ανοιχτά.
- Έχετε κάνει κάποια κράτηση;
- . . .
- Λυπάμαι.
Δεν είχε "μα", δεν είχε εξήγηση. Δεν είχε δεύτερη κουβέντα.
Ούτε επισκέπτης πια.
Είδες που στα 'λεγα; Δεν τη γλιτώνεις την έρημο.