Θυμάσαι πόσο απαξιωτικά μιλούσες για τις αγκαλιές που κουμπώνουν τέλεια;
Καθισμένη σε μια καρέκλα, ισορροπώντας στα πίσω πόδια της και με τα χέρια στις τσέπες, κοιτούσες το ταβάνι (ή τον ουρανό, δεν ξέρω, πάντως κάτι που ήταν ψηλότερα από μας, εμάς ποτέ δεν καταδεχόσουν να μας κοιτάξεις στα μάτια) και αναρρωτιώσουν σαν 10χρονο κοριτσάκι που κάνει κούνια.
"Και τι είναι οι αγκαλιές για να εφαρμόζουν τέλεια; Ρούχα αφόρετα; Ή συναρμολογούμενα έπιπλα του ΙΚΕΑ; Και τι θα πει τέλεια; Πώς ορίζεται το τέλεια; Μαλακίες!"
Δαγκώναμε τα χείλια μας, αλλά η οργή ξέφευγε απ'τα ρουθούνια και θέλαμε να σου δώσουμε μια σπρωξιά να φύγεις μαζί με την καρέκλα και τα πισινά και τα μπροστινά της πόδια και να δεις καλύτερα το ταβάνι, φάτσα κάρτα, να σου εξηγήσει για τις αγκαλιές που κουμπώνουν τέλεια.
Κι εμείς το ταβάνι κοιτάζαμε νύχτες αξημέρωτες να μας εξηγήσει το ίδιο πράγμα, με διαφορετικά λόγια κάθε φορά, γιατί πονέσαμε τόσο απ'το "ξεκούμπωμα" και καμιά θεραπευτική αγωγή δεν έφερνε αποτέλεσμα, μόνο ο διάλογος με το ταβάνι.
Εσύ αμετανόητη. Βέβαια, με τα χέρια στις τσέπες δεν ένιωσε κανείς τίποτα. Άσε που έρχονται και στιγμές που το ταβάνι θα 'ρθει να σε πλακώσει και θα του μιλήσεις θες δε θες...
Εσύ αμετανόητη. Βέβαια, με τα χέρια στις τσέπες δεν ένιωσε κανείς τίποτα. Άσε που έρχονται και στιγμές που το ταβάνι θα 'ρθει να σε πλακώσει και θα του μιλήσεις θες δε θες...
Τα χρόνια πέρασαν -κατά πώς λέει και το κλισέ- πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι περιμέναμε. Χαθήκαμε συντονισμένα, γιατί πιστεύαμε -ακόμα τότε- στα άμπρα κατάμπρα και στις λογιών λογιών μαγείες. Πιστεύαμε και ότι θα ξανασυναντηθούμε, ανεξάρτητα αν το θέλαμε.
Σε πέτυχα σ' ένα μπαρ, πίσω από ένα άδειο ποτήρι, το νούμερο 5 θα 'ταν, έβαζα και στοίχημα. Είχες τα χέρια απλωμένα στο γύψο και κολλάρο στο λαιμό. Δε μπορούσες ούτε να στρίψεις, ούτε να κοιτάξεις ψηλά . Μπήκα μέσα από τη μπάρα, μόνο και μόνο για να κοιταχτούμε στα μάτια, τώρα που δε μπορούσες να το αποφύγεις.
Δεν κύλησε δάκρυ - τελικά δεν ξέρω τι πονάει περισσότερο, τα δάκρυα που δεν κύλησαν ή οι τέλειες αγκαλιές που ξεκούμπωσαν.
Μόνο ψέλλισες:
- Γιατί δε με σπρώξατε ποτέ;
Σ' αγκάλιασα και χαλάλι το ξεκούμπωμα.