Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Η Ρώμη δε χτίστηκε σε μια μέρα

Δεν ξέρω πόσοι από εσάς έχετε παρακολουθήσει spaghetti westerns πέραν της τριλογίας των δολλαρίων του Sergio Leone. Σίγουρα δεν είναι το είδος που θα συγκινήσει μαζικά τα πλήθη -και δη τα γυναικεία. Άλλωστε οι γυναίκες είχαν πάντα δευτερεύοντα ρόλο σ'αυτές τις ταινίες (περαστικές μανάδες, καλόγριες, πόρνες...) όπου κι ο έρωτας ο ίδιος ήταν κατά τι παραμερισμένος. Όλοι όμως, ακούγοντας μια συγκεκριμένη μουσική φόρμα, φέρνετε στο μυαλό σας αυτά τα φιλμ που κάποτε γυρίζονταν στη γειτονική χώρα σωρηδόν.


Και είναι αυτές οι καταραμένες μελωδίες και ενορχηστρώσεις, όχι μόνο του Ennio Morricone, που έκαναν πολύ κόσμο να αγαπήσει τα spaghetti westerns και να πλάσει τη δική του φανταστική ιστορία στα σύνορα του Texas με το Mexico... Γιατί απαιτεί πολλή φαντασία -αλλά και εσωτερικό πόνο μερικές φορές- για να ταυτιστείς με το concept.



Έχει περάσει περίπου ένας χρόνος από την κυκλοφορία του "Rome" του Danger Mouse και του Danielle Luppi, με τις φωνές της Norah Jones και του Jack White. Αυτό το φιλόδοξο project, το soundtrack μιας ταινίας που δε γυρίστηκε ποτέ και που καλείται ο ακροατής να γράψει το σενάριο, να σκηνοθετήσει και να πρωταγωνιστήσει ο ίδιος.
Γιατί γράφω τώρα γι αυτό? Γιατί μετά από ένα χρόνο -και έχοντάς το ακούσει εκατοντάδες φορές- είμαι πια βέβαιος ότι είναι ό,τι πιο ωραίο έχω ακούσει συνολικά σαν άλμπουμ τα τελευταία χρόνια. Σαν μια οντότητα όπου δεν μπορείς να ξεχωρίσεις συγκεκριμένα τραγούδια, χιτάκια κλπ κλπ. Σαν ένα ΣΩΜΑ, που τα αυτιά σου πρέπει να το αγκαλιάσουν ολόκληρο.


Ναι, αγαπούσα και αγαπώ τα spaghetti westerns. Τον Clint Eastwood, τον Gian Maria Volonté, τις καυτές ερήμους, τα άσπρα μοναστήρια, τις δεκάδες παράπλευρες ηρωϊκές μορφές, τον ήχο των όπλων, τον τυχοδιωκτισμό και τη μπέσα των πρωταγωνιστών...

Και τούτος ο δίσκος, αυτή η συναισθηματική σουίτα, φτιάχτηκε για να χαλυβδώσει αυτή μου την αγάπη. Δεν είμαι κριτικός μουσικής (φτου φτου μακριά από δω). Είμαι ένας απλός ακροατής-θεατής.. και το δικό μου spaghetti western το χω γράψει και σκηνοθετήσει πολύ καιρό τώρα. Με υπομονή. Τη μουσική έψαχνα...




Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Στη λάσπη παιδιά...


Ήμασταν έτοιμοι να παρατούσαμε τις σπουδές στα καλύτερα κολλέγια. Να απαρνιόμασταν τα λεφτά του κτηματομεσίτη μπαμπά. Τις Κυριακές στην εκκλησία με τη χορωδία και τα βαρετά πικ-νικ που ακολουθούσαν. Τα ψώνια στην αγορά και τις βόλτες με τα ακριβά αυτοκίνητα.

Θα ανταλλάσσαμε τα πιο καλά φαγητά για λίγο ψωμί...

Βασικά...

Θα ανταλλάσσαμε τρεις και τέσσερις κι εφτά καλές ζωές των 80 ήρεμων και ατάραχων χρόνων
για τρεις μέρες κυλισμένοι στη λάσπη...




Μαζί με την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, να τραγουδάει τον Εθνικό μας ύμνο για την Ελευθερία. Όπως εμείς την ονομάζαμε Ελευθερία.

Το '70 δεν αργεί πολύ. Έρχεται η σειρά μας. Η εποχή μας...



Θα 'μαστε γεμάτοι λάσπη αλλά όλα έχουν μια ωραιότερη γεύση...

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Silvia

Η Silvia... Περιφέρεται μόνη στο σπίτι. Αργά βήματα, πάντα με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί
στο χέρι. Περιφέρεται μόνη στο σπίτι και κοιτάει της αφίσες της, τα βραβεία, τα εξώφυλλα.
Όλα κολλημένα στον τοίχο. Μειδιά. Δε χαμογελά. Έχει πάψει και να χαμογελάει και να
γελάει. Μόνο στα παλιά αυτά εξώφυλλα θα τη δείτε να χαμογελάει. Αλλά.. για μισό λεπτό...
ίσως χαμογελούν οι ρυτίδες της.. Ναι, αυτό είναι. Οι ρυτίδες της ποτέ δεν είπαν ψέμματα
για το πώς νιώθει. Είχαν τον τρόπο να ναι πιο εκφραστικές κι από τα ίδια της τα μαύρα
μάτια. Κάθε της ρυτίδα κι ένα χειροκρότημα. Κάθε της ρυτίδα κι ένας αστραφτερός έρωτας.
Κάθε της ρυτίδα κι ένας χωρισμός. Πιο πολύ πονούσε όταν αποχωριζόταν ένα ρόλο παρά
έναν άντρα...
Περιφέρεται μόνη στο σπίτι και δεν κάθεται ποτέ σε καρέκλα ή πολυθρόνα. Μόνο στην
άκρη της μαύρης τραπεζαρίας απέναντι από ένα τζάκι που συνήθως δεν ανάβει. Μετά
ξαπλώνει στο κρεβάτι. Ανάσκελα πάντα, για να κοιτάει στο ταβάνι την καλλιτεχνική ζωή της
ξανά και ξανά. Σαν μια ταινία που θα θελε πολύ να ξαναπαίξει. Περιφέρεται μόνη στο
σπίτι.. Περνάει δίπλα απ'το πιάνο και το χαϊδεύει χωρίς πια να το ανοίγει. Με ένα ποτήρι
κόκκινο κρασί στο χέρι.
Ντυμένη με τα πιο ακριβά -μαύρα- της φορέματα και το μαργαριταρένιο κολιέ. Φορώντας
παράλληλα το αγαπημένο της άρωμα. Περιμένει. Να ρθει αυτό το χέρι που τράβηξε το δικό
της από τη Νέα Υόρκη μέχρι το Παρίσι. Να ρθει το ίδιο χέρι και να ανοίξει το πιάνο για να
παίξει την αγαπημένη της μελωδία. Να ρθει αυτή η αγκαλιά που άνοιξε το 1964 και έκλεισε
το '68. Να ρθει το φιλί της "μιας ανάσας" όπως το είπε, στον Υπερσιβηρικό το Νοέμβριο
του '81.
Περιφέρεται μόνη στο σπίτι με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στο χέρι. Το μόνο χρωματιστό
πράγμα στη ζωή της πια, μέσα σε τόσα μαύρα, είναι το κόκκινο του κρασιού της.
Η Silvia... επιτέλους παίζει το ρόλο που πάντα ήθελε. Της μοναχικής, σκοτεινής και
θλιμμένης πριγκήπισσας. Χωρίς θεατές.


Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Γεια

Κάποτε αυτή η φωτογραφία μιλούσε. Λουσμένη από μεσημεριανό φως, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.

Μιλούσε για ποδαρόδρομους στο βουνό. Για το φαινόμενο Doppler. Για την ταλάντωση. Για το φαράγγι της Σαμαριάς. Για τη σχέση "χέρι-μυαλό-χέρι" στα χειριστήρια των βιντεοπαιχνιδιών. Για τον αντιανεμικό αναπτήρα. Για τη Βραζιλία...

Κάποτε αυτή η φωτογραφία έπαιζε ακορντεόν. Τραγουδούσε το "Love without love" των Forminx. Aνέλυε τις φούγκες του Μάνου Λοϊζου. Ακουγόταν το ρυθμικό χτύπημα των ποδιών από τη συναυλία του Stan Getz στο Λυκαβηττό...

Με τον καιρό άρχισε να λέει ασυναρτησίες. Και τώρα πια δίπλα μου, είναι ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά, ένα πουκάμισο κι ένα μουστάκι.