Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Biutiful

Κριτικός κινηματογράφου δεν είμαι. Ούτε αποτέλεσε ποτέ "ευαγγέλιο" για μένα η άποψη των κριτικών για μια ταινία. Ό,τι γράψω θα το γράψω περισσότερο για να μοιραστώ τα συναισθήματά μου, βλέποντας το Biutiful. Κυρίως, για να μοιραστώ αυτό το καταραμένο βάρος που έχω στο στήθος από προχτές το βράδυ.
Δεν έπεσα απ'τα σύννεφα, δεν ανακάλυψα ξαφνικά την ανθρώπινη δυστυχία από μια ταινία. Κι όσο για αυτή τη Βαρκελώνη που παρουσιάζει, αλοίμονο, μην τρέφουμε αυταπάτες. Κάθε νοήμων άνθρωπος καταλαβαίνει ότι μια μεγαλούπολη 'κρύβει' ένα τέτοιο κόσμο πίσω απ'τη βιτρίνα της, όποια κι αν είναι αυτή η βιτρίνα. Στην τελική, θα πει κάποιος, Iñárritu πήγες να δείς. Ήξερες από πριν ότι η ταινία δε θα χει καλό τέλος. Το θέμα ήταν πόση δυστυχία και μιζέρια θα συναντούσες μέχρι να τελειώσει το Biutiful... Συσσωρευμένη, διαδοχική, και πολλαπλή. Ήξερες από πριν ότι ΟΛΑ μα ΟΛΑ όσα θα αντικρύσεις θα είναι θλιβερά και -κυρίως- άσχημα. Ακόμα και το μοναδικό ευχάριστο διάλειμμα (η πρόσκαιρη επανένωση της οικογένειας του ήρωα) σ'αυτά τα 147 λεπτά απελπίσίας, ήταν 'πασπαλισμένο' με μύξες και μισοτελειωμένα παγωτά στο τραπέζι μιας κλειστοφοβικής κουζίνας. Η οποία κουζίνα είχε παράθυρο με θέα, που όμως ο σκηνοθέτης απέφυγε σκόπιμα να προβάλλει.
Ο κεντρικός ήρωας, ο Uxball, δεν αφήνεται στη μοίρα του. Δεν "περιμένει υπομονετικά να πεθάνει". Παλεύει να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα όσο μπορεί, πριν πει αντίο στο μάταιο κόσμο, έχοντας επίγνωση του ότι -ουσιαστικά- είναι κατακάθι της κοινωνίας. Παλεύει όμως με τα ίδια μέσα με τα οποία επιβίωνε εις βάρος των άλλων τόσο καιρό. Γι αυτό και η μοίρα -η κατά τον Iñárritu μοίρα που είναι πάντοτε κακή- του γυρίζει μπούμερανγκ όλα τα καλά που προσπαθεί να κάνει. Κάθε πράξη "συγχώρεσης" του UXball που τελικά καταλήγει σε τραγωδία, είναι κι ένα σκουλήκι που τον αποσυνθέτει προτού πεθάνει. Για μένα αυτό σημαίνουν όλα τα δεινά της ταινίας. Ότι ο Uxball έχει αρχίσει να αποσυντίθεται πριν πεθάνει. Κι όταν είσαι ήδη 'διαβρωμένος' δεν είναι και δύσκολο να σαπίσεις πριν την ώρα σου. Λίγο πολύ όμως, σ'αυτό το σιχαμερό (αλλά συγκλονιστικό) γαϊτανάκι του Biutiful, όλοι διεφθαρμένοι είναι. Ο αδερφός του Uxball, η γυναίκα του, ο Εκέμε, ο αστυνομικός που λαδωνόταν, οι Κινέζοι εκμεταλλευτές... Όλοι. Ακόμα και η Ίνγκε, το μοναδικό άτομο απ'τους ενήλικες της ιστορίας που φάνταζε έντιμο, άφησε τη σκέψη της να 'δηλητιριαστεί' απ'το χρήμα. Οι μόνοι αθώοι, όπως σε κάθε ιστορία -και στην πραγματική ζωή βέβαια- είναι τα παιδιά. Αλλά ο Iñárritu δεν τα αφήνει ούτε αυτά να δώσουν κάποιο αισιόδοξο μήνυμα. Τους κληροδοτεί -μέσω των γονιών τους- δυστυχία για να μπορέσουν κι αυτά μεγαλώνοντας να κληροδοτήσουν ακόμη περισσότερη δυστυχία στα δικά τους παιδιά...
Ο Τσόμσκι είπε πως "αν υποθέσεις ότι δεν υπάρχει ελπίδα, τότε εξασφαλίζεις ότι δεν υπάρχει ελπίδα". Ο Iñárritu το πάει -πάντα- λίγο παραπέρα. Υποθέτει ότι δεν υπάρχει ελπίδα και προσπαθεί να το αποδείξει σε κάθε του ταινία, σα να είναι μαθηματικό θεώρημα. Αν ο θεατής είναι απαισιόδοξος, το θεώρημα αποδεικνύεται. Αν είναι αισιόδοξος, τότε θα ψάξει να βρεί την ελπίδα ακόμα και στο πιο μικρό πράγμα.
Υπάρχουν όμως κι οι θεατές που θα πουν πως το ότι δεν υπάρχει ελπίδα είναι αξίωμα. Δεν αποδεικνύεται. Είναι αυτοί οι θεατές με το βάρος στο στήθος...

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Αληθινά σενάρια 3 - Η σκοτεινή πλευρά της ασχετοσύνης

Θα μασταν 14..? 15..? Με τον Γιώργο τον Κ. Πηγαινοερχόμασταν κάθε Σαββατοκύριακο στο Σταθμό για καφέ και μουσικές αναζητήσεις. Κουβεντούλα με τον Πέτρο και το Χρήστο τον ηχολήπτη για τα μουσικά δρώμενα. Για τις Τρύπες, τους Last Drive, τους Pulp, τους Oasis... Αντιστεκόμασταν στη λαίλαπα του House, το οποίο μας κρυφοάρεσε βέβαια, αλλά δεν ήταν στις προτεραιότητές μας... Πού και πού κάναμε και καμιά "εμβόλιμη" στην playlist εκπομπή. Το κέφι μας. Ο Γιώργος στην κονσόλα κι εγώ στο μικρόφωνο. Κι ο Χρήστος ο ηχολήπτης απ'τη τζαμαρία να κουνάει εξώφυλλο δίσκου του Γιάννη Καζά, δείχνοντας με το δάχτυλο το σούπερ ντούπερ ουίσκι που ήταν χορηγός του άλμπουμ... Epic!
Playlist με Χρήστο Δάντη, Στέλιο Ρόκκο, Άννα Βίσση, που διακοπτόταν ξαφνικά από ένα δίωρο (καμιά φορά και τρίωρο) με ξένες ροκιές. Και είμαι σίγουρος ότι οι περισσότεροι ακροατές εκείνη την ώρα αλλάζανε σταθμό :) Η ανοργανωσιά σε όλο της το μεγαλείο. Ο (συν)ιδιοκτήτης και "γενικός υπεύθυνος" του Σταθμού ήταν πρώην dj, με ειδικότητα στους Modern talking, στο Colegiala... Σπουδαία πράματα. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν αν μπαίνουν οι διαφημίσεις στην ώρα τους. Ούτε καν τον ενδιέφερε τι τραγούδια παίζονταν και πότε.
Βινύλια και CD δανεικά (και πολλές φορές αγύριστα) για αντιγραφή. Αντιγραφή σε κασέτα, εννοείται. Η οποία προϋπέθετε ΑΚΡΟΑΣΗ του άλμπουμ κατά την όλη διαδικασία -όχι "πετάω ένα άδειο CD στο αντιγραφικό" κι όξω από την πόρτα. Και δε φανταζόμασταν, φυσικά, ότι θα γεμίζαμε κάποτε σκληρούς δίσκους με ατέλειωτες ώρες και gigabytes 'ελεύθερης' μουσικής, που μπορεί και να μην ακούσουμε ποτέ.
Ανάμεσα στα στούντιο του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης υπήρχε μια μεγάλη αποθήκη με εκατοντάδες πεταμένους δίσκους βινυλίου. Πολλοί απ'αυτούς ήταν διπλοί και τριπλοί. Καμιά φορά και τετραπλοί. Η ανοργανωσιά -επαναλαμβάνω- σε όλο της το μεγαλείο.Αν ένας δίσκος υπήρχε 3 φορές δεν ετίθετο θέμα. Παίρναμε από έναν και φεύγαμε κύριοι. Αν ήταν διπλός, ρίχναμε κορώνα γράμματα ποιος θα τον πάρει και ποιος θα είχε την ατυχία να τον έχει -μοιραία- αντιγραμμένο... Η τύχη μου χαμογέλασε στους Dire Straits, στο LA Woman, στο Let it Bleed... Μου γύρισε όμως την πλάτη στο Ziggy Stardust και το -διακαή μου πόθο τότε- maxi single του Coppacabana.
Ένα σαββατιάτικο μεσημέρι μπαίνουμε με το Γιώργο στα στούντιο, κι ούτε Πέτρος, ούτε Χρήστος, ούτε υπεύθυνος. Παρά μόνο ένας άγνωστος τύπος, γύρω στα 40, με ακουστικά, που περιεργαζόταν τα μηχανήματα και κάποια cd.
- Γεια χαρά...
- Γεια σας παιδιά. Παναγιώτης. Χάρηκα.
- Κάνεις εκπομπή? Καινούργιος?
- Όχι μωρέ, με φώναξε το αφεντικό να συμμαζέψω λίγο το 'χάος'. Ξέρετε.. Εσείς? Κάνετε εκπομπή εδώ?
- Ε.. πού και πού..
"...να συμμαζέψω λίγο το 'χάος'"... Δεν ακουγόταν καλό αυτό. Κάτι μας έλεγε ότι οι μέρες της αφθονίας μας στο σταθμό ήταν μετρημένες. Σύντομα θα ερχόταν το τέλος της εφηβικής μας ασυδοσίας στο κατακαημένο ραδιοτηλεπτικό "μέγαρο"...
- Tι κάνεις τώρα? ρωτάμε τον Παναγιώτη.
- Να.. τσεκάρω κάτι CD.
Το μάτι μου πέφτει πάνω σε ένα μαύρο CD, που στο εξώφυλλό του είχε ένα πρίσμα και μια ακτίνα φωτός να διαθλάται. Ανοίγω το εσώφυλλο, βλέπω Pink Floyd... Μπα? Πώς μου χε ξεφύγει αυτό? Ήμουν τόσο απορροφημένος με το Wall και το Wish you were here.. είχα αγνοήσει πλήρως την ύπαρξη τούτου δω του δίσκου. The Dark Side of the Moon. Κοίτα φίλε μου τίτλος... Γαμάτος!
- Ρε μαλάκα, το ξέρεις αυτό? λέω στο Γιώργο
- Κάπου το χω ξανακούσει αλλά δεν έχω δώσει σημασία.
- Μπορώ να το πάρω να το αντιγράψω? λέω στον Παναγιώτη
- Πάρτο κράτα το, χαλασμένο είναι έτσι κι αλλιώς, κολλάει στην αρχή...
- Οκ
Καθώς επεξεργάζομαι το εσώφυλλο, βλέπω στην τελευταία σελίδα γραμμένο με στυλό "ΚΟΛΑΕΙ" (με ένα 'λ'). Anyway, πήρα το CDάκι σπίτι μου και το βαλα να το ακούσω. Mε ακουστικά. Πάντα.
Στα πρώτα 15 δευτερόλεπτα άκρα του τάφου σιωπή. Τίποτα. "Δίκιο είχε ο τύπος", σκέφτηκα, "μάλλον κολλάει..." ξαφνικά άρχισε να ακούγεται χτύπος καρδιάς, όλο και πιο έντονος. Μια ταμειακή μηχανή, κάποια λόγια, φωνές, ένα ουρλιαχτό και...
ΜΠΑΜ! Μι μινόρε, Λα... Breathe...
Έπεσε το σαγόνι μου. Για 43 ολόκληρα λεπτά. Ένιωσα σα να βρισκόμουν κοιμισμένος για χρόνια και κάποιος να με ξύπνησε απότομα. Ήταν η πρώτη φορά -και προς το παρόν η τελευταία- που σοκαρίστηκα τόσο πολύ με κάτι μουσικό. Για μήνες άκουγα κάθε μέρα 6 και 7 φορές το Dark Side of the Moon. Χωρίς να χορταίνω, χωρίς να βαριέμαι, ανακαλύπτοντας κάθε φορά κάτι καινούργιο. Ακόμα και σήμερα, 15 χρόνια μετά, μπορεί να μην το ακούω τόσο συχνά, αλλά εξακολουθώ να έχω τα ίδια συναισθήματα.
Η ασχετοσύνη του Παναγιώτη, που εξέλαβε ως κόλλημα την παύση στην αρχή του άλμπουμ, στάθηκε αφορμή για να αλλάξει η ματιά μου για τη μουσική.
Κάπως έτσι, και το ίδιο το The Dark Side of the Moon καθόρισε την αισθητική μου για την τέχνη γενικότερα.

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Αληθινά σενάρια 2

Είμαι σε βαγόνι του ηλεκτρικού απο Νερατζιώτισσα - Αττική. Δίπλα μου ένας -χαζοχαρούμενος- πατέρας με το 10άχρονο γιο του. Λίγο πριν φτάσουμε στο σταθμό της Αττικής, ο συρμός σταματά για μερικά λεπτά λίγο πριν το σταθμό , και δεξιά υπάρχει ένας τοίχος. Ο πατέρας έχει όρεξη για αστειάκια.
- Χαχα.. και τώρα θα ανοίξει η πόρτα και θα σκαρφαλώσουμε τον τοίχο για να βγούμε. Χαχα..
Τότε ο γιος του παίρνει ένα στραβωμένο ύφος και του απαντά.
- Χαχα.. Την είπες πάλι τη μαλακία σου...