Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Εγκυκλοπαιδική Καταδίωξη II. Αnother short movie.

- Υπάρχεις γιατί υπάρχω.
- Λάθος. Υπάρχω γιατί υπάρχεις.
- Δε βλέπω διαφορά...
- Είσαι πεζός.
- Είμαι πεζός.


- Δεν έχουμε ξεφύγει ακόμα.
- Φοβάσαι;
- Όχι. Απλά το επισημαίνω.
- Άρα φοβάσαι.
- Όχι σου είπα.
- Επιμένεις.
- Επιμένω γιατί επιμένεις.
- Λάθος. Επιμένεις γιατί επιμένω.
- Δε βλέπω διαφορά.
- Είσαι χαζή.
- Είμαι χαζή.


- Φτάσαμε;
- Πού;
- Δεν ξέρω.
- Όχι ακόμα.
- Κοντεύουμε;
- Πάντα.


- Είσαι άυπνη.
- Είμαι άυπνη.
- Φοβάσαι.
- Είσαι παρανοϊκός.
- Είμαι πεζός.


- Και μετά τι;
- Έχεις άγχος.
- Έχω άγχος.
- Είσαι χαζή.
- Μη μου εξηγείς.
- Δε σου εξηγώ.
- Υπάρχουμε γιατί υπάρχουν.
- Λάθος. Υπάρχουν γιατί υπάρχουμε.

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Να ξανάρθεις ρε ένα βράδυ

Εκείνο το σκοτεινό και κρύο Ιανουάριο -μπορεί να ήταν και λανθάνων Μάρτης- ένα μαύρο παλτό περιέφερε το κάτωχρο και αποστεωμένο κορμί μου σε οικοδομικά τετράγωνα αμφιβόλου ρυμοτομικής ποιότητας, ερωτευμένο παράφορα με ένα ανεμοβρόχι που όμοιό του δεν είμαι σίγουρος ότι θα ξανασυναντήσω. Ένα ασπρόμαυρο πιόνι, με μια ιδέα κόκκινο βαθιά χωμένο στα μάτια -ίσα να ψιθυρίζει ότι υπάρχει- υποκινούμενο από τις δυνάμεις της φύσης, που ήταν ουσιαστικά μία δύναμη ενιαία και αδιαίρετη.

Κλείστηκα ένα βράδυ σ' έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Εκεί αποφάσισε το παλτό, εκεί έδωσε ραντεβού το ανεμοβρόχι. Κι εγώ τιμωρία, να γράψω 100 φορές τη λέξη "λυσσομανάω" όταν πάω σπίτι. Δεν είχα καν την ψευδαίσθηση ότι πετούσα, ότι είμαι σουπερήρωας.

(Κανονικά θα έπρεπε να θυμάμαι τα πάντα με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες,
αλλά θα ήταν άχρηστη πληροφορία)

Το παλτό μου δεν είχε ποτέ ψιλά. Μόνο μικρά ανεμοβρόχινα φιλιά από τα φευγαλέα ραντεβού.

Δυο Σεντς. Ένα τηλεφώνημα.

Στα λίγα δευτερόλεπτα που κατάφερα να ορίσω τον εαυτό μου, σου είπα

"Μη φοβάσαι, έχουμε ο ένας τον άλλον"

Έκλεισα.

Ήθελα να πω "Φοβάμαι, έχω μόνο εσένα", αλλά δεν είχα παραπάνω σεντς...

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Astrud

Σου ραγίζει τις αναμνήσεις· μ'ένα χάδι φευγαλέο.

Κι ύστερα σου ξύνει τις πιο βαθιές πληγές 

μ' ένα φύσημα που μυρίζει θάλασσα

- μπορεί και ρούμι.

Μαζεύει υπομονετικά

σταγόνα σταγόνα

κάθε δάκρυ απ'τις περασμένες σας ζωές

και το θάβει μαζί με τα μαργαριτάρια στο βυθό.

Σειρήνα· ξεμακραίνει σε κάθε φωνήεν

τόσο -όσο, αυτό το λίγο όσο- 

που να μην είναι κάλεσμα,

αλλά αντίο.






Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Μεταξουργείο 2014 - #1

Χτες είδα στο όνειρό μου

ότι ήμουν ένα πακέτο τσιγάρα.

Μια κασετίνα.

Σκληρή, να μην εφαρμόζει σε τσέπες πουκαμίσων,

ούτε σε κωλότσεπες παντελονιών.

Με άφησες στο κομοδίνο.

Άνοιξα το πρωί να με δει ο ήλιος.

Έμεινα ανοιχτά ώσπου να νυχτώσει·υπερωρία.

Έμεινα ανοιχτά όλη τη νύχτα.

Διανυκτερεύουσα κασετίνα.

Ανοιχτή διαρκώς·

να παίζω γρατζουνισμένους Τσετ Μπέικερ

μέσα στα ντουμάνια.

Κι ύστερα με λιώσανε οι στίχοι,

Με μαλακώσανε

τόσο όσο χρειάζεται·

ίσα να εφαρμόζω στη μικρή σου τσέπη.